Βαρσοβία

Βαρσοβία
η г. Варшава

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "Βαρσοβία" в других словарях:

  • Βαρσοβία — (Warszawa). Πόλη (1.618.468 κάτ. το 1999), πρωτεύουσα της Πολωνίας και του βοϊβοδάτου (διοικητικού διαμερίσματος) της Μαζοβίας (35.597 τ. χλμ., 5.069.977 κάτ. το 1999), που εκτείνεται σε μεγάλο μέρος στα δεξιά του μέσου ρου του Βιστούλα, στο κάτω …   Dictionary of Greek

  • Φουνκ, Καζιμίρ — (Βαρσοβία 1884 – Άλμπανι ΗΠΑ 1967). Αμερικανός γιατρός πολωνικής καταγωγής. Η φήμη του συνδέεται με την ανακάλυψη της βιταμίνης Β, που του έδωσε προβολή διεθνώς από το 1912. Αυτός ο ίδιος δημιούργησε τον όρο βιταμίνη (αμίνη της ζωής), με τον… …   Dictionary of Greek

  • Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… …   Dictionary of Greek

  • Σολάρι — (Solari). Επώνυμο Ιταλών αρχιτεκτόνων. 1. Πιέτρο Αντόνιο (Μιλάνο β’ μισό 15ου αι. Μόσχα 1493). Μελέτησε τα σχέδια για την ανέγερση του καθεδρικού ναού του Μιλάνου (1476) και αργότερα αντικατάστησε τον πατέρα του Γκουινιφόρτε στις εργασίες του… …   Dictionary of Greek

  • Βιστούλας — (πολων. Wisa, γερμ. Weichsel). Ποταμός (1.387 χλμ.) της Πολωνίας, που εκβάλλει στη Βαλτική θάλασσα (κόλπος του Ντάντσιχ). Είναι ο μεγαλύτερος ποταμός της Πολωνίας και ένας από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους της κεντρικής Ευρώπης. Πηγάζει… …   Dictionary of Greek

  • Ζάμενχοφ, Λούντβικ Λαζάρ — (Ludwik Lejzer Zamenhof, Μπιαλιστόκ 1859 – Βαρσοβία 1917). Πολωνός γιατρός και γλωσσολόγος, εβραϊκής καταγωγής. Σπούδασε στη Βαρσοβία, στη Μόσχα και στη Βιέννη. Το 1887 δημοσίευσε σχέδιο για τη δημιουργία μιας διεθνούς γλώσσας και έγραψε το… …   Dictionary of Greek

  • Λαντόφσκα, Βάντα Λουίζα — (Wanta Louise Landowska, Βαρσοβία 1877 – Λέικβιλ, Κονέκτικατ 1959). Πολωνέζα τσεμπαλίστα και μουσικολόγος. Συνέδεσε τη σταδιοδρομία της με την επανεμφάνιση του τσέμπαλου ή κλαβίχορδου κατά τον 20ό αι. Η λαμπρή διδασκαλία της έφερε κοντά της… …   Dictionary of Greek

  • Μπελότο, Μπερνάρντο — (Bernardo Bellotto, Βενετία 1720 – Βαρσοβία 1780). Ιταλός ζωγράφος. Ανιψιός και μαθητής του περίφημου Τζοβάνι Aντόνιο Κανάλ, ονομάστηκε κι αυτός Καναλέτο. Παρέμεινε για ένα διάστημα στη Ρώμη, όπου δέχτηκε την επίδραση του Πανίνι, και ύστερα… …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

  • Πιλσούντσκι, Ιωσήφ — (1867 – 1935). Πολωνός στρατάρχης και πολιτικός. Φοιτητής της Ιατρικής Σχολής του Χάρκοβου, εξορίστηκε για μια πενταετία στη Σιβηρία. Αγωνίστηκε μετά την επιστροφή του (1892) στις τάξεις του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Πολωνίας, συνελήφθη όμως στο …   Dictionary of Greek

  • Σιερπίνσκι, Βακλάβ Φραντσίσεκ — (Sierpin ski). Πολωνός μαθηματικός Βαρσοβία 1882 1969). Ιδρυτής της πολωνικής μαθηματικής σχολής, που σήμερα συγκαταλέγεται μεταξύ των σημαντικότερων όλου του κόσμου, υπήρξε, μαζί με τον Καζημίρ Κουρατόφσκι, ένας από τους μεγαλύτερους… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»